- λευκαθίζω
- λευκαθίζω και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α)1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -άθω (πρβλ. αλκ-άθω, αμυν-άθω)το λευκάθω μεταπλάστηκε σε λευκαθίζω, από το οποίο σχηματίστηκε ο τ. λευκ-ανθίζω με επίδραση τής λ. ἄνθος].
Dictionary of Greek. 2013.